Αναδρομή στους κορυφαίους «Κέλτες» της ιστορίας και σε μια από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών...
Έχοντας αναφερθεί σε προγενέστερα αφιερώματα στους καλύτερους Hawks της ιστορίας και στους καλύτερους Kings όλων των εποχών, στο παρακάτω κείμενο θα κάνουμε ένα ακόμη flash-back, γυρνώντας πίσω στην σεζόν 1985-86, για να ασχοληθούμε όχι απλώς με τους καλύτερους «Κέλτες» της ιστορίας, αλλά με μια από τις κορυφαίες και πιο πλήρεις ομάδες που συστάθηκε ποτέ.
Η ιστορία των Boston Celtics βρίθει από ένδοξες και μεγαλειώδεις στιγμές, άλλωστε αποτελούν τον οργανισμό με τα περισσότερα πρωταθλήματα, 17 στον αριθμό, στην λίγκα, αφήνοντας στην δεύτερη θέση τους μισητούς Lakers με 16. Την δεκαετία του '60 μεσουρανούσαν... Έχοντας κατακτήσει 11 πρωταθλήματα μέσα σε 13 χρόνια, είχαν καταφέρει να εγκαθιδρύσουν μια δυναστεία, την οποία κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει και κανείς δεν θα λησμονήσει ποτέ. Η καλύτερη ομάδα όμως που επέδειξε ποτέ η Βοστώνη δεν έρχεται από εκείνη την περίοδο και δεν την επανδρώνουν οι μυθικοί Bill Russell, John Havlicek κτλ..
Οι -κατά κοινή ομολογία- κορυφαίοι «Κέλτες» της ιστορίας έρχονται από μια άλλη δεκαετία, πολύ πιο ανταγωνιστική και αμφίρροπη, γεμάτη αντιπαλότητες. Ο λόγος φυσικά για την δεκαετία του '80. Παρά το γεγονός ότι τα σκήπτρα άλλαζαν χέρια σχεδόν κάθε χρονιά και πολλές υπέρ-ομάδες είχαν συγκροτηθεί, εκτοξεύοντας τον ανταγωνισμό στα ύψη, οι Celtics της σεζόν 1985-86 δεν βρήκαν κάποιο ανυπέρβλητο εμπόδιο στο διάβα τους και κυριάρχησαν σχεδόν αβίαστα, δίχως να απειληθούν σοβαρά από κάποιον αντίπαλο.
Η «Λερναία Ύδρα» της Βοστώνης και η ανεμπόδιστη κυριαρχία της
Εκείνη η ομάδα έδειχνε πως δεν είχε κάποιο τρωτό σημείο. Ήταν το ίδιο αποτελεσματική και στις δύο πλευρές του γηπέδου και διέθετε παράλληλα τρομερό βάθος στο ρόστερ της, έχοντας μια πληθώρα επιλογών από τον πάγκο. Την βασική πεντάδα επάνδρωναν ο Dennis Johnson στο 1, ο Danny Ainge στο 2, ο Larry Bird στο 3 και οι Kevin McHale και Robert Parish στην front-line. Το ρόστερ συμπλήρωναν οι Bill Walton, Scott Wedman, Rick Carlise, Jerry Sichting, Sam Vincent, Greg Kite και David Thirdkill από τον πάγκο.
Προπονητής εκείνου του εκπληκτικού συνόλου ήταν ο άλλοτε παίκτης των Celtics και 8 φορές πρωταθλητής στα 60s, K.C. Jones. Ανέλαβε το τιμόνι της ομάδας το 1983 και παρέμεινε σε αυτή την θέση για πέντε χρόνια. Σε αυτά τα πέντε χρόνια ο οργανισμός της Βοστώνης έφτασε στους τελικούς της λίγκας τέσσερις φορές και κατέκτησε δύο πρωταθλήματα (1984, 1986). Η σκληρή άμυνα και η χημεία μεταξύ των παικτών του ήταν τα βασικά γνωρίσματα της ομάδας του. Παρ' όλα αυτά ο K.C. Jones μέχρι και σήμερα δεν λαμβάνει τα εύσημα που θα ταίριαζαν στον αρχιτέκτονα εκείνης της σπουδαίας ομάδας.
Οι «Κέλτες» είχαν χάσει το δαχτυλίδι την προηγούμενη χρονιά (1985) στους τελικούς από τους Lakers σε έξι παιχνίδια και διψούσαν να επιστρέψουν στον θρόνο τους. Κατά την κανονική περίοδο της σεζόν που εξετάζουμε οι Celtics «σκούπισαν» σχεδόν τους πάντες, σημειώνοντας ένα αποστομωτικό ρεκόρ 67 νικών και μόλις 15 ηττών, το οποίο βέβαια ήταν και το κορυφαίο του πρωταθλήματος. Υπέστησαν μόλις μια ήττα στην έδρα τους, σημειώνοντας ένα ρεκόρ 50-1 (!) όταν έπαιζαν μπροστά στους οπαδούς τους (40-1 στην κανονική περίοδο, 10-0 στα playoffs).
Γνώρισαν ελάχιστες ήττες από κάποιες εμφανώς υποδεέστερες ομάδες, όπως για παράδειγμα από τους Kings (37-45) και τους Suns (32-50), καθώς συνειδητά έριχναν τις μηχανές τους για να κάνουν λελογισμένη διαχείριση των δυνάμεων τους και για να ξεγελάσουν την πλήξη τους. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως πειραματιζόντουσαν σε διάφορα παιχνίδια επουσιώδους σημασίας. Για παράδειγμα, σε ένα παιχνίδι στο Portland ο Bird αποφάσισε να σουτάρει μόνο με το αριστερό του χέρι καθ' όλη την διάρκεια του ματς. Διάφορα μέλη εκείνης της ομάδας έχουν δηλώσει πως εάν δεν επικεντρωνόντουσαν στα κρίσιμα παιχνίδια, θα είχαν εύκολα πετύχει πάνω από 70 νίκες.
Σε εκείνη την regural-season είχαν την καλύτερη άμυνα σε ολόκληρη την λίγκα (102.6 ppg) και την τρίτη καλύτερη επίθεση (111.8 ppg). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι επικρατούσαν των αντιπάλων τους με μέσο όρο διαφοράς 9.4 πόντων. Δεν πάτησαν φρένο ούτε κατά την post-season, σημειώνοντας ένα ρεκόρ 15-3 μέχρι το τέλος του δρόμου και την εξασφάλιση του τίτλου.
Η επιτομή της πολυφωνίας, του rim-protection, του ball-movement και του καλού shot-selection
Εκείνοι οι Celtics είχαν τον 6th-Man-of-the-Year, Bill Walton, αλλά και τον MVP της χρονιάς, Larry Bird. Ο Bird, τότε, κέρδισε το τρίτο του συνεχόμενο βραβείο MVP, έχοντας 25.8 πόντους, 9.8 ριμπάουντ και 6.8 ασίστ κατά μέσο όρο ανά παιχνίδι, σουτάροντας και με πολύ υψηλά ποσοστά ευστοχίας (49.6% FG, 42.3 3P%, 89.6 FT%). Επίσης, αν και αρκετοί τείνουν να το ξεχνούν, ήταν και ένας παρά πολύ ικανός αμυντικός, ο οποίος μπήκε σε τρεις All-NBA-Defensive-Teams. Επομένως, όπως είναι εύλογο και σε εκείνη την σεζόν δεν παραμέλησε τις ανασταλτικές του υποχρεώσεις.
Πέντε παίκτες των Celtics πετύχαιναν κατά μέσο όρο διψήφιο αριθμό πόντων, με τον McHale με 21.3 πόντους ανά ματς (57.4% F.) να έπεται του Bird. Ο big-man από την Minnesota μετρούσε ακόμη 8.1 ριμπάουντ, 2.7 ασίστ και 2 τάπες ανά παιχνίδι. Ο McHale χάρη στο ύψος, το μάκρος του, το τρομερό foot-work του και το υψηλό μπασκετικό του IQ ήταν ασταμάτητος, όταν έπαιρνε την μπάλα με πλάτη στο ζωγραφιστό. Οι συμπαίκτες του του είχαν δώσει το παρατσούκλι "torture chamber" λόγω της πολυδιάστατης κυριαρχίας του στην ρακέτα. Ο centre εκείνη την σεζόν επιλέχθηκε και στην καλύτερη αμυντική πεντάδα του πρωταθλήματος.
Ο έτερος ψηλός της ομάδας ήταν ο Robert Parish, ο οποίος τότε είχε κατά μέσο όρο 16.1 πόντους και 9.5 ριμπάουντ ανά παιχνίδι. Αυτός μαζί με τον Kevin McHale και τον Bill Walton από τον πάγκο συγκροτούν την κατά πάσα πιθανότητα καλύτερη front-line που υπήρξε ποτέ.
Πέρα από όλα τα υπόλοιπα, αυτό που έκανε εκείνη την ομάδα να ξεχωρίζει ήταν το ύψος και το μάκρος της. O Bird ήταν 2.06, ο McHale 2.08, ο Parish 2.13 και ο Walton 2.11. Δεν υπάρχει επίσημη μέτρηση για το άνοιγμα των χεριών του Parish, αλλά σχεδόν σίγουρα ήταν ίσο με τα 213 εκατοστά του ύψος του. Από την άλλη μεριά το άνοιγμα των χεριών του McHale είχε μετρηθεί στα 243.84 εκατοστά (8 feet), που αν ισχύει, τον κάνει τον δεύτερο αθλητή με τα μακρύτερα άκρα στην ιστορία της λίγκας (!). Αυτοί οι παίκτες σκέπαζαν τα καλάθια και προσέφεραν στους «Κέλτες» ατελείωτο rim-protection για όλα τα 48 λεπτά των παιχνιδιών.
Ένας από τους λιγότερο συζητημένους παίκτες εκείνης της ομάδας ήταν ο βασικός της point-guard, Dennis Johnson. O Johnson είχε αναδειχθεί MVP των τελικών, όταν είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα το 1979 με τους SuperSonics. Ο πέντε φορές All-Star και τρεις φορές πρωταθλητής, guard από το Compton μέχρι και σήμερα αποτελεί έναν από τους πιο υποτιμημένους παίκτες της ιστορίας. Την σεζόν '85-'86 είχε κατά μέσο όρο 15.6 πόντους και 5.8 ασίστ ανά παιχνίδι. Ήταν ο καλύτερος περιφερειακός αμυντικός της ομάδας και συχνά επωμιζόταν την ευθύνη του να σταματήσει τον καλύτερο παίκτη του εκάστοτε αντιπάλου. Εκείνη την σεζόν επιλέχθηκε στην δεύτερη καλύτερη αμυντική πεντάδα του πρωταθλήματος. Δήλωνε βροντερό παρόν, όταν η μπάλα έκαιγε και διέθετε ένα πολύ καλό σουτ από μέση απόσταση.
Την βασική πεντάδα ολοκλήρωνε ο shooting-guard, Danny Ainge, ο οποίος ήταν ο υποδεέστερος σε σχέση με τους συμπαίκτες του, αλλά σίγουρα δεν ήταν μια αμελητέα ποσότητα. Στην συγκεκριμένη σεζόν μετρούσε 10.7 πόντους και 5.1 ασίστ ανά παιχνίδι, σουτάροντας παράλληλα με υψηλά ποσοστά ευστοχίας (50% FG, 36% 3PT, 90% FT). Ο Ainge δεν φοβόταν να παίξει βρώμικα και έχει μείνει στην ιστορία ως ένας από το μεγαλύτερους trash-talkers, ενώ είχε αναγάγει το flopping σε επιστήμη. Μπορεί αυτά να φαντάζουν αρνητικά, αλλά ο Danny σχεδόν πάντα κατάφερνε να παίζει με το μυαλό των αντιπάλων του και να κερδίζει καθοριστικά σφυρίγματα.
Αυτό που καθιστούσε αυτή την ομάδα τόσο επικίνδυνη είναι το γεγονός ότι μπορούσε να σκοράρει με ποικίλους τρόπους, ενώ παράλληλα κατάφερνε να παραμένει σταθερά συνεπής στην άμυνα της. Μπορούσε να σε χτυπήσει, τρέχοντας στο ανοιχτό γήπεδο ή με αποτελεσματικά plays σε set επιθέσεις. Η χημεία των παικτών ήταν εξωπραγματική και η ροή των επιθέσεων ήταν σχεδόν μαγική, καθώς όλοι οι αθλητές έψαχναν πάντα την έξτρα πάσα για τον ελεύθερο συμπαίκτη τους. Οι Celtics ήταν σε θέση να τρέχουν pick&rolls με τους ψηλούς τους, να σε τιμωρούν από μακρυά με έναν από τους καλύτερους σουτέρ της ιστορίας και να δημιουργούν iso καταστάσεις στο ζωγραφιστό.
Μετατρέποντας την post-season σε διαδικαστική υπόθεση
Οι Celtics συνέχισαν ακάθεκτοι και στα playoffs, παίρνοντας πίσω τα σκήπτρα του πρωταθλητή με συνοπτικές διαδικασίες. Στον πρώτο γύρο συνάντησαν τους Chicago Bulls, τους οποίους και σκούπισαν με 3-0, παρά τις εκπληκτικές επιδόσεις ενός δευτεροετή στην λίγκα, ονόματι Michael Jordan, o οποίος πέτυχε 49 και 63 πόντους στο πρώτο και δεύτερο παιχνίδι αντιστοίχως. Στον δεύτερο γύρο πέταξαν σχεδόν άκοπα εκτός συνέχειας τους Hawks του Dominique Wilkins σε πέντε αναμετρήσεις και στους τελικούς της Ανατολής σκούπισαν τους Bucks του Sidney Moncrief.
Στους τελικούς δεν κλήθηκαν να διασταυρώσουν τα ξίφη τους με τους Lakers των Magic, Jabbar και Worthy σε μια επανάληψη της περσινής χαμένης σειράς, καθώς οι Houston Rockets τους απέκλεισαν με 4-1 στους τελικούς της Δύσης. Σημεία αναφοράς και πυλώνες εκείνων των Rockets ήταν οι big-men τους, Hakeem Olajown και Ralph Sampson. Αν ήθελες όμως να επικρατήσεις εκείνων των Celtics, δεν θα το έκανες μέσω της front-line σου. Οι Κέλτες μπορεί να τελείωσαν την σειρά σε έξι παιχνίδια, αλλά έχοντας πάρει γρήγορα ένα προβάδισμα 3-0, είχαν καθαρίσει την υπόθεση δαχτυλίδι από πολύ νωρίς.
Η πληρέστερη ομάδα όλων των εποχών!
Εκείνοι οι Celtics κατόρθωσαν να σημειώσουν τον αριθμό 1816 στο Elo-rating κατά την διάρκεια της σεζόν 1985-86. Το Elo-rating είναι μια φόρμουλα μέτρησης που δείχνει πόσο καλά τα πηγαίνει μια ομάδα καθ' όλη την διάρκεια της σεζόν σε σύγκριση με όλες τις υπόλοιπες της λίγκας. Οι Celtics άγγιξαν το 1816 μετά την νίκη τους στο δεύτερο παιχνίδι των τελικών, αλλά λόγω των δύο ηττών τους μέχρι να κερδίσουν το δαχτυλίδι έπεσαν στο 1801 κατά την ολοκλήρωση της σεζόν. Μέχρι σήμερα μόνο άλλες έξι ομάδες έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν τον φραγμό των 1800 στο Elo-rating. Οι Bulls του '96 (1853-1823) και '97 (1811-1802) και οι Warriors του '15 (1822), '16 (1838) και '17 (1865-1846) ξεπερνούν στην συγκεκριμένη κατηγορία τους Celtics του '86.
Οι «Κέλτες» του '86 βρίσκονται δικαίως στην συζήτηση για την κορυφαία ομάδα της ιστορίας και αναμφίβολα ανήκουν σε αυτές. Τώρα αν δεν είναι βέβαιο το εάν εκείνο το σύνολο αποτελεί το κορυφαίο όλων των εποχών, αυτό που είναι σχεδόν σίγουρο είναι ότι εκείνη η ομάδα είναι η πληρέστερη της ιστορίας. Οι ανεπανάληπτοι Celtics του '86 είναι η κορυφαία ομάδα της δεκαετίας του '80 και άνοιξαν τον δρόμο για την οικοδόμηση και άλλων υπέρ-ομάδων στο μέλλον όπως οι «Ταύροι» των 90s και οι «Πολεμιστές» των τελευταίων περασμένων χρόνων. Τέλος, όπως έχει δηλώσει και ο Bill Simmons, οι Celtics του '86 είναι μια από τι λίγες ομάδες για τις οποίες αξίζει κάποιος να διηγείται ιστορίες στα εγγόνια του.
COMMENTS