Μια προσέγγιση του φαινομένου της απόλυτα επιτυχημένης «εξαγωγής» προπονητών που κάνει το ελληνικό μπάσκετ τα τελευταία χρόνια.
Του γεωργού η δουλειά στο αλώνι φαίνεται λέει μια γνωστή παροιμία. Έτσι και οι Έλληνες προπονητές με τη δουλειά και την προσήλωσή τους έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του μπασκετόκοσμου και οι ξενιτεμένοι του είδους όλο και αυξάνονται και προοδεύουν τα τελευταία χρόνια.Tα τελευταία χρόνια το ελληνικό μπάσκετ έχει πάρει ανοδική πορεία και αυτό είναι προφανές σε όλους. Μπορεί η Εθνική Ελλάδος να μην έχει ανέβει σε κάποιο βάθρο τα τελευταία 9 χρόνια, ωστόσο οι σύλλογοί μας τα έχουν πάει περίφημα στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις με τρανά παραδείγματα τα κύπελλα που έφεραν Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός σε ΣΕΦ και ΟΑΚΑ αντίστοιχα και πιο πρόσφατο η μεγάλη επιτυχία της ΑΕΚ να κατακτήσει το νεοσύστατο Champions League. Φυσικά, οι επιτυχίες αυτές δεν άφησαν ασυγκίνητη την μπασκετική κοινότητα, η οποία ήδη είχε αρχίσει να στρέφει το βλέμμα της στα νότια των Βαλκανίων από το μακρινό αλλά αξέχαστο 1987, ενδιαφέρον το οποίο ενισχύθηκε με την χρυσή διετία 2005-2006 και έχει κορυφωθεί στις μέρες μας. Η Ελλάδα έχει αποδείξει ότι είναι «μπασκετομάνα», οι Έλληνες διαθέτουν μπασκετική παιδεία και προσφέρουν πολλά στην εξέλιξη του αθλήματος τόσο αγωνιστικά όσο και εξωαγωνιστικά. Και ειδικά στο τελευταίο κομμάτι, η Ελλάδα είναι η κατ' εξοχήν χώρα σε ανάδειξη προπονητών, γυμναστών και οτιδήποτε έχει σχέση με το coaching staff. Σε κανένα άλλο άθλημα οι Έλληνες προπονητές δεν έχουν τόση ζήτηση στο εξωτερικό και έχουν αναλάβει πόστα σε κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης. Πλέον, υπάρχουν παντού Έλληνες που ασχολούνται εντατικά και με ποιότητα στην προετοιμασία των αθλητών, στην καθοδήγησή τους καθώς και στην ανάδειξή τους και όπως λέει και το ρητό «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις από κάτω θα βρεις Έλληνα». Στο αφιέρωμα που ακολουθεί θα παρακολουθήσουμε το χρονικό της εξάπλωσης της ελληνικής μπασκετικής φιλοσοφίας σε όλον τον πλανήτη, ενώ θα προχωρήσουμε και σε μια αναλυτική προσέγγιση των ατού των Ελλήνων προπονητών που προσελκύουν τις ξένες ομάδες και πως με σωστή εκμετάλλευση μπορούμε να κάνουμε την προπονητική μας να ανέβει πολλά level ακόμα.
Τα πρώτα βήματα και το παρόν
Η Ελλάδα μπήκε ουσιαστικά στον μπασκετικό χάρτη με τις επιτυχίες της εθνικής στα τέλη των '80s,
ενώ από τότε άρχισαν να έρχονται σιγά σιγά και οι πρώτες επιτυχίες από συλλόγους, στην αρχή με ΠΑΟΚ, Άρη κι έπειτα με Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό, ενώ η μόνη στιγμή αναλαμπής του ελληνικού μπάσκετ μέχρι τότε ήταν η μεγάλη επιτυχία της ΑΕΚ το 1968. Ενώ όμως η φήμη της ελληνικής καλαθοσφαίρισης μεγάλωνε, οι πρώτες εξαγωγές Ελλήνων προπονητών άργησαν χαρακτηριστικά. Μόνο ο Δημήτρης Ιτούδης είχε κερδίσει μια θέση στο προπονητικό τιμ της Ζάγκρεμπ ως βοηθός για 3 χρόνια, κυρίως λόγω της ενασχόλησής του με το μπάσκετ στο πανεπιστήμιο Φυσικής Αγωγής της κροατικής πρωτεύουσας. Η πρώτη φορά που Έλληνας προπονητής αναλαμβάνει μια ευρωπαϊκή ομάδα ήταν ο Φώτης Κατσικάρης, ο οποίος προερχόταν από δύο εξαιρετικές σεζόν με την ΑΕΚ την οποία οδήγησε στους τελικούς των ελληνικών playoffs και στους 16 της Ευρωλίγκας. Παράλληλα σύστησε στο ελληνικό κοινό δύο μετέπειτα βασικούς «πυλώνες» της Εθνικής Ομάδας, Νίκο Ζήση και Γιάννη Μπουρούση.
Και κάπως έτσι κίνησε το ενδιαφέρον της Ντιναμό Μόσχας όπου και εντέλει θήτευσε για μία σεζόν.Το φαινόμενο του ...brain-drain άκμασε με την έναρξη της δεκαετίας που διανύουμε καθώς ακολούθησαν πολλές συνεχείς προσλήψεις Ελλήνων προπονητών, είτε ως assistant είτε ως head, με τους Γιαννάκη (Λιμόζ), Ζούρο (Ζαλγκίρις), Μπαρτζώκα (Λοκομοτίβ Κουμπάν), Πεδουλάκη (Ούνιξ Καζάν) Αγγέλου (Εφές) και Σφαιρόπουλο (ΤΣΣΚΑ Μόσχας-βοηθός) να ξεχωρίζουν και τους Πρίφτη (Ούνιξ Καζάν), Ιτούδη (Μπάνβιτ) και Παπαθεοδώρου (Αστάνα) να τους ακολουθούν τα επόμενα χρόνια. Μάλιστα η θητεία του coach Ζούρου στο Κάουνας ήταν η πρώτη Έλληνα προπονητή σε εκτός συνόρων σύλλογο της Ευρωλίγκας.
Αυτή τη στιγμή το ελληνικό μπάσκετ αριθμεί 10 «δικούς του» προπονητές σε όλη την υφήλιο. Συγκεκριμένα:
- Δημήτρης Ιτούδης (ΤΣΣΚΑ Μόσχας-Ρωσία)
- Γιώργος Μπαρτζώκας (Χίμκι-Ρωσία)
- Δημήτρης Πρίφτης (Ούνιξ Καζάν-Ρωσία)
- Στέφανος Δέδας (Μπασακτσεχίρ-Τουρκία)
- Γιάννης Χριστόπουλος (Μπέιζινγκ Ντακς- Κίνα)
- Ηλίας Ζούρος (Εθνική Γεωργίας)
- Ανδρέας Κάπουλας (Μπρίστολ Φλάιερς-Αγγλία)
- Γιάννης Λιαπάκης (University College Δουβλίνου-Ιρλανδία)
- Αντώνης Δούκας (Εθνική Αλβανίας)
- Τζώρτζης Δικαιουλάκος (Πολκοβίτσε-Πολωνία)
Γιατί οι Έλληνες προπονητές ελκύουν και η ρωσική...αγάπη
Χρόνια με τα χρόνια, η ελληνική μπασκετική φιλοσοφία κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος και πολλοί ευρωπαϊκοί και μη σύλλογοι έχουν τις «κεραίες» τους ανοιχτές για νέους ταλαντούχους Έλληνες τεχνικούς του μπάσκετ. Πάντως, οξύμωρο παραμένει το γεγονός ότι η πρώτη κατάκτηση Ευρωλίγκας ήρθε το 2013 με τον Ολυμπιακό του Μπαρτζώκα, ενώ είχαν προηγηθεί τόσες και τόσες ανάλογες επιτυχίες στο παρελθόν από τους δύο «αιωνίους».
Κακά τα ψέμματα, η Ελλάδα έχει ιδρύσει δικιά της σχολή μπάσκετ εδώ και κάποια χρόνια με συγκεκριμένη σκέψη, τακτική και αγωνιστική προσέγγιση και αυτό περνά στο DNA των Ελλήνων προπονητών. Το ελληνικό μπάσκετ στηρίζεται στο χαμηλό τέμπο παιχνιδιού, στον ιδιαίτερα αμυντικογενή προσανατολισμό και στη σκεπτόμενη αντιμετώπιση και διάβασμα της αντίπαλης άμυνας. Το τακτικό μέρος είναι το Α και το Ω στο μυαλό ενός Έλληνα coach και είναι αυτό που δίνει στις ομάδες που προπονεί απόλυτη προσήλωση και συγκέντρωση στο παιχνίδι του προπονητή με νοοτροπία νικητή. Οι Έλληνες τεχνικοί φημίζονται για την επιθυμία τους να νικούν κόντρα σε οποιονδήποτε και να μην σταματούν να δουλεύουν εντατικά και πολλές φορές με υπερβάλλοντα ζήλο, ούτως ώστε να τα καταφέρουν όσο πιο άμεσα γίνεται. «Στους Έλληνες προπονητές δεν υπάρχει ο εφησυχασμός κι αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας τους. Δεν χαλαρώνουν, είναι πάντα ανήσυχοι και σκέφτονται συνεχώς την επόμενη στιγμή κι όχι απλά την επόμενη ημέρα» είχε δηλώσει ο Φώτης Κατσικάρης στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ».
Αν μπορούμε να τους προσάψουμε, κατά γενική ομολογία, μια ειδίκευση στο χώρο του μπάσκετ αυτή είναι στο να οδηγούν μια μικρομεσαία ομάδα χωρίς μεγάλο μπάτζετ ή το βάρος της φανέλας σε υπερβάσεις. Αυτό είδαμε με την Μπιλμπάο του Κατσικάρη, η οποία από το πουθενά πήγε στους τελικούς της ACB to 2011 και για πρώτη φορά στην Ευρωλίγκα την επόμενη σεζόν. Ανάλογη επιτυχία είχε και ο Γιώργος Μπαρτζώκας ο οποίος οδήγησε την Λοκομοτίβ Κουμπάν στο final-4 του 2016 της Ευρωλίγκας, έχοντας παίκτες σχετικά άγνωστους και άπειρους που κατά πλειοψηφία εκτόξευσαν κατά πολύ τις μετοχές υπό την καθοδήγησή του. Άνευ λογικής ήταν και η πορεία του Δημήτρη Ιτούδη με την «μικρή» Μπάνβιτ με την οποία τερμάτισε πρώτος στην κανονική διάρκεια της τουρκικής Λίγκας με μόνο μία ήττα, αφήνοντας πίσω τη Φενερ του «Ζοτς», την Εφές Αναντολού και την Γαλατασαράι. Η πορεία αυτή του εξασφάλισε τη θέση του πρώτου προπονητή στην υπερδύναμη ΤΣΣΚΑ Μόσχας με γνωστή τη συνέχεια. Ακόμα και τώρα βλέπουμε πόσο έχει «μεγαλώσει» στα μάτια του μέσου μπασκετόφιλου η άλλοτε άσημη Εθνική Γεωργίας, η οποία αποτελεί σήμερα ένα αξιόμαχο και ποιοτικό σύνολο με μέλλον και συνέχεια υπό τις οδηγίες του Ηλία Ζούρου.
Πλέον η πρόσληψη ενός Έλληνα τεχνικού από μια ξένη ομάδα αποτελεί προάγγελο μιας συνεχούς και συνεπούς δουλειάς σε όλα τα επίπεδα που συνιστά βελτίωση στο αγωνιστικό κομμάτι και συνοχή στο εξωαγωνιστικό. Ιδιαίτερο κεφάλαιο αποτελεί η προτίμηση που δείχνουν οι ρωσικές ομάδες στους Έλληνες τεχνικούς, με τις τρεις κορυφαίες ομάδες της χώρας να εμπιστεύονται τις τύχες τους σε ελληνικά χέρια. «Οι ξένοι έχουν τους Έλληνες πολύ ψηλά. έχω πει αρκετές φορές ότι έχω εντυπωσιαστεί από τον τρόπο που μας αντιμετωπίζουν οι Ρώσοι, που ξέρετε δεν είναι και ο πιο εκδηλωτικός λαός» είχε πει στο sport-fm.gr ο Γιώργος Μπαρτζώκας. Γιατί οι Έλληνες έχουν αποδείξει ότι γνωρίζουν να επιβάλλουν τα θέλω τους και να δίνουν έμπνευση στους παίκτες να δίνουν το 100% των δυνατοτήτων, ώστε να φτάνουν σε στάνταρ που ούτε οι ίδιοι θα περίμεναν ποτέ.
Διαρροή και στο NBA
Το καλοκαίρι του 2018 θα μείνει στην ιστορία της ελληνικής προπονητικής, αφού για πρώτη φορά ένας εκπρόσωπός της βρίσκεται στον πάγκο ομάδας του NBA, και συγκεκριμένα των Utah Jazz, παίρνοντας το «χρίσμα» του βοηθού προπονητή του Quin Snyder για τα επόμενα τρία χρόνια. Ο λόγος, φυσικά, για τον Φώτη Κατσικάρη, με τον 51χρονο coach, έπειτα από την επιτυχημένη ευρωπαϊκή του θητεία, να «αρπάζει την ευκαιρία» για να βρεθεί στην καλύτερη λίγκα του πλανήτη. Παρόλο που η ελληνική μπασκετική προσέγγιση δεν ταιριάζει με τον ξέφρενο ρυθμό του NBA και του run and gun παιχνιδιού, εν τούτοις ο Κατσικάρης αρέσκεται στο γρήγορο transition και διαθέτει μεγάλη εμπειρία από το υψηλότερο επίπεδο στην Ευρώπη για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις μιας ομάδας του NBA. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένα ευχάριστο γεγονός και συνάμα εξαίρετης σημασίας για το ελληνικό μπάσκετ, καθώς έτσι «ανοίγει ο δρόμος» και για άλλους Έλληνες προπονητές να απασχολήσουν το NBA, ενώ αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να προβληθεί το ελληνικό μπάσκετ, η νοοτροπία και η φιλοσοφία του στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Το σενάριο αυτό γίνεται ακόμα πιο πιθανό όσο περνάει ο καιρός και οι ιθύνοντες των ομάδων αρχίζουν σιγά σιγά να αναζητούν λύσεις από την «Γηραιά Ήπειρο», ώστε να στελεχωθούν τόσο στο παρκέ όσο και στον πάγκο. Αυτό αποδεικνύεται τόσο με την όλο και αυξανόμενη μετακίνηση Ευρωπαίων παικτών στο NBA όσο και από την ιστορική απόφαση των Phoenix Suns να επιλέξουν Ευρωπαίο τεχνικό (Igor Kokoskov) ως τον πρώτο προπονητή τους, για πρώτη φορά στα χρονικά του πρωταθλήματος. Το μεγάλο αυτό άλμα του Κατσικάρη δεν αποτελεί μονάχα μια τεράστια πρόκληση για τον ίδιο αλλά και και μια μεγάλη ευκαιρία να αποδείξει ότι το ελληνικό μπάσκετ δεν παράγει μόνο καλούς παίκτες αλλά και εξαίρετους και αξιόπιστους προπονητές.
Έπεται συνέχεια...
Μπορεί η μεγάλη των Ελλήνων προπονητών σχολή να έχει κάνει μεγάλα βήματα προόδου με τις πολλές επιτυχημένες εξαγωγές στα ξένα πρωταθλήματα, ωστόσο δε θα πρέπει να ξεχνάμε και τους προπονητές που κάνουν εξίσου καταπληκτική δουλειά στο δικό μας πρωτάθλημα. Στην Ελλάδα διαθέτουμε μερικούς αξιόλογους τεχνικούς που κάθε χρόνο βελτιώνονται αισθητά, αποκτούν εμπειρίες και πόντους και αποδεικνύουν συνεχώς ότι αξίζουν κάποιες ευκαιρίες στο υψηλό επίπεδο. Πρόκειται για προπονητές οι οποίοι με τη δικά τους συνεχή και αδιάκοπη εργασία στα γήπεδα κατορθώνουν να διαχειρίζονται επιτυχώς ομάδες, χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία και ποιότητα, ενώ παράλληλα να αναδεικνύουν νέους Έλληνες ή μη καλαθοσφαιριστές ώστε αυτοί να είναι έτοιμοι να διεκδικήσουν μια θέση στο υψηλό επίπεδο. Βλέπουμε πολύ συχνά η δουλειά ενός coach να διαφημίζεται μέσα από εξαιρετικές και ανέλπιστες πορείες σε Ελλάδα και Ευρώπη από ομάδες που μέχρι πρότινος θεωρούνταν μικρότερου βεληνεκούς. Μπαρτζώκας (Ολύμπια Λάρισας, Μαρούσι) και Πρίφτης (Άρης) αποτελούν τέτοια παραδείγματα στο παρελθόν, ενώ ο Μάκης Γιατράς με τον Προμηθέα Πατρών, ο Γιάννης Καστρίτης με την Κύμη και ο Ηλίας Παπαθεοδώρου με τον ΠΑΟΚ διαπρέπουν με την δουλειά τους στο παρόν. Και ευτυχώς δεν είναι μόνο αυτοί. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες προπονητές τόσο της Α1, όσο και των μικρότερων κατηγοριών, οι οποίοι έχοντας ως πρότυπα τους ήδη καταξιωμένους συναδέλφους τους πασχίζουν να αποδείξουν την προπονητική τους αξία, πολλές φορές κόντρα σε πολύ δύσκολες συνθήκες και να «χτίσουν» το όνομα τους. Αυτό που χρειάζεται από την Ελληνική Ομοσπονδία και τα ΜΜΕ είναι να αναδείξουν τη δουλειά των όσων πραγματικά αξίζουν να προβληθούν και να μην περιμένουμε από τους ξένους σκάουτερ να τους ανακαλύψουν και να τους «ξενιτέψουν» δίχως να προλάβουν να δείξουν όλα όσα αξίζουν στα ελληνικά παρκέ.
COMMENTS