Τρία δευτερόλεπτα μπάσκετ εν μέσω ψυχρού πολέμου...
Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1972 στο Μόναχο της τότε Δυτικής Γερμανίας διεξήχθη ο κατά πάσα πιθανότητα πιο αμφιλεγόμενος αγώνας στην ιστορία του αθλήματος. Τότε, στον τελικό των Ολυμπιακών αγώνων, ήρθαν αντιμέτωπες κάτι πολύ παραπάνω από δύο ομάδες μπάσκετ και όλα έμοιαζαν σαν μια παραστατική αλληγορία του τι συνέβαινε στον κόσμο. Δύο μεγαθήρια, δύο παγκόσμιοι γίγαντες, δύο υπερδυνάμεις: οι Η.Π.Α. και η Σοβιετική Ένωση βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο στο παρκέ με το διακύβευμα να είναι κάτι περισσότερο από το βαρύτιμο χρυσό μετάλλιο. Εν μέσω ψυχρού πολέμου, συνειδητά ή ασυνείδητα οι αθλητές των δύο «άσπονδων φίλων» αγωνίζονταν για πολλά και κανένας δεν ήθελε να φύγει από το Μόναχο ηττημένος.
Ένα Μόναχο, έχοντας λάβει το χρίσμα για να φιλοξενήσει τους αγώνες το 1966 αποκλείοντας την Μαδρίτη και το Ντιτρόιτ, είχε άπλετο χρόνο για να προετοιμαστεί κατάλληλα για τους Ολυμπιακούς. Η τελευταία φορά, που οι αγώνες είχαν λάβει μέρος στην Γερμανία ήταν το 1936, όταν την εξουσία της χώρας είχε ο Χίτλερ. Επομένως, είναι εύλογο το γεγονός πως οι Γερμανοί έβλεπαν τους Ολυμπιακούς του ΄72 ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να παρουσιάσουν ένα διαφορετικό πρόσωπο στον πλανήτη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, πριν την 10η Σεπτεμβρίου συνέβη κάτι, το οποίο έφερε σε δεύτερη μοίρα κάθε αθλητική δραστηριότητα. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1972 γράφτηκαν κάποιες από τις πιο τρομακτικές στιγμές στην ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων. Οχτώ Παλαιστίνιοι τρομοκράτες, μέλη της οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης», εισέβαλαν στο Ολυμπιακό χωριό και αιχμαλώτισαν έντεκα Ισραηλινούς αθλητές. Η αιχμαλωσία κράτησε παραπάνω από 18 ώρες, με τους αθλητές να δολοφονούνται. Αυτές οι τρομακτικές σκηνές έμειναν στην ιστορία ως «η σφαγή του Μονάχου». Όπως ήταν λογικό οι αγώνες διακόπηκαν. Ο πρόεδρος όμως της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Avery Brundage, ύστερα από 34 ώρες παύσης αποφάσισε πως οι αγώνες έπρεπε να συνεχιστούν.
Ένα Μόναχο, έχοντας λάβει το χρίσμα για να φιλοξενήσει τους αγώνες το 1966 αποκλείοντας την Μαδρίτη και το Ντιτρόιτ, είχε άπλετο χρόνο για να προετοιμαστεί κατάλληλα για τους Ολυμπιακούς. Η τελευταία φορά, που οι αγώνες είχαν λάβει μέρος στην Γερμανία ήταν το 1936, όταν την εξουσία της χώρας είχε ο Χίτλερ. Επομένως, είναι εύλογο το γεγονός πως οι Γερμανοί έβλεπαν τους Ολυμπιακούς του ΄72 ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να παρουσιάσουν ένα διαφορετικό πρόσωπο στον πλανήτη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, πριν την 10η Σεπτεμβρίου συνέβη κάτι, το οποίο έφερε σε δεύτερη μοίρα κάθε αθλητική δραστηριότητα. Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1972 γράφτηκαν κάποιες από τις πιο τρομακτικές στιγμές στην ιστορία των Ολυμπιακών αγώνων. Οχτώ Παλαιστίνιοι τρομοκράτες, μέλη της οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης», εισέβαλαν στο Ολυμπιακό χωριό και αιχμαλώτισαν έντεκα Ισραηλινούς αθλητές. Η αιχμαλωσία κράτησε παραπάνω από 18 ώρες, με τους αθλητές να δολοφονούνται. Αυτές οι τρομακτικές σκηνές έμειναν στην ιστορία ως «η σφαγή του Μονάχου». Όπως ήταν λογικό οι αγώνες διακόπηκαν. Ο πρόεδρος όμως της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Avery Brundage, ύστερα από 34 ώρες παύσης αποφάσισε πως οι αγώνες έπρεπε να συνεχιστούν.
«Αυτές ήταν οι δύο πιο ισχυρές χώρες στον πλανήτη και πάλευαν να επικρατήσουν η μια έναντι της άλλης, ακόμη και στο μπάσκετ το οποίο μας ανήκε (...) Αναμφίβολα θέλαμε να στείλουμε ξεκάθαρο το μήνυμα ότι η ομάδα μας ήταν ο βασιλιάς» θυμάται ο Αμερικάνος τότε guard και νυν coach Doug Collins. «Ήμασταν σίγουροι ότι θα νικούσαμε. Άλλωστε το βράδυ πριν το τελικό είδαμε τους Σοβιετικούς να καταβροχθίζουν λουκάνικα και να μεθοκοπάνε με μπύρες. Έτσι καταλάβαμε ότι τους αρκούσε το ασημένιο μετάλλιο» δήλωσε ο 21χρονός τότε Μike Bantom, ο οποίος μετέπειτα εξελίχθηκε σε ανώτατο στέλεχος του NBA.
Οι Σοβιετικοί μπήκαν δυνατά στην αναμέτρηση και απέκτησαν μια διαφορά 26-21 ενώ αργότερα ξέφυγαν με το σκορ να είναι στο 48-38. Τα πράγματα έδειχναν δυσοίωνα για το αδιαφιλονίκητο φαβορί, τους Αμερικάνους. Καθ' όλη την διάρκεια του παιχνιδιού πάρθηκαν ουκ ολίγες από τους ιθύνοντες της αναμέτρησης αμφιλεγόμενες αποφάσεις. Ας εξετάσουμε καλύτερα τα τελευταία δευτερόλεπτα όπου τα πάντα κρίθηκαν και αμφισβητήθηκαν.
Με τον φωτεινό σηματοδότη να δείχνει 49-48 υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης και με λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα να απομένουν για την λήξη, ο Doug Collins έκλεψε την μπάλα, επιχείρησε ένα μπάσιμο, με τον Zurab Sakandelidze να του κάνει ένα σκληρό φάουλ σωριάζοντας τον με άσχημο τρόπο στο παρκέ. Στις μέρες μας θα μιλάγαμε σίγουρα για ένα αντιαθλητικό, το παιχνίδι όμως την εποχή εκείνη ήταν πιο σκληρό. Ο Collins παρότι έδειχνε έτοιμος να χάσει τις αισθήσεις του σηκώθηκε, άντεξε την πίεση και ευστόχησε στην πρώτη ελεύθερη βολή (49-49). Και ακριβώς εδώ ξεκινάνε όλα τα περίεργα. Ελάχιστα πριν εκτελέσει την δεύτερη βολή, ήχησε η κόρνα της γραμματείας για κάποιον λόγο. Ο Αμερικάνος δεν έχασε την συγκέντρωση του και ευστόχησε ξανά δίνοντας προβάδισμα ενός πόντου στις Η.Π.Α. (49-50). Οι κανονισμοί τότε όριζαν πως μετά την εκτέλεση της δεύτερης βολής η μπάλα θεωρείται «ζωντανή» και δεν γίνεται να κληθεί time-out. Time-out μπορούσε να κληθεί πριν την εκτέλεση της δεύτερης βολής ή με το που ο ref σφυρίξει το φάουλ. Όταν ο Collins ήταν πεσμένος και δέχονταν της πρώτες βοήθειες λίγοι πρέπει να αντιλήφθηκαν τον προπονητή των Σοβιετικών, Βλάντιμιρ Κοντράσιν, ο οποίος πλησίασε την γραμματεία για να ζητήσει time-out ανάμεσα στις δύο βολές. Διαιτητές και γραμματείς λογικά δεν τον πρόσεξαν ή ξεχάστηκαν να καλέσουν το time-out έγκαιρα. Το δεύτερο θα δικαιολογούσε το γιατί η κόρνα ήχησε «στο άκυρο» πολύ λίγο πριν την εκτέλεση της δεύτερης βολής. Οι Αμερικάνοι, πάντως, ισχυρίζονται πως στο φύλλο αγώνα δεν αναφέρεται τίποτα για πρόθεση χρήσης time-out από τους Σοβιετικούς στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Μπορεί να ξέχασαν και να το γράψουν κιόλας τι να πούμε...
Με το παιχνίδι να συνεχίζεται κανονικά μετά τις βολές του Collins ο πάγκος των Σοβιετικών όρμησε στην γραμματεία ωρυόμενος για το ότι είχαν ζητήσει time-out. Oι πάντες ήταν αναστατωμένοι και όλη αυτή η αναμπουμπούλα έδωσε την ευκαιρία στους Σοβιετικούς να οργανώσουν την τελευταία επίθεση, κάτι, βέβαια, που σίγουρα δεν χαροποίησε τους Αμερικάνους.
Το παιχνίδι ξανάρχισε με τους Σοβιετικούς να έχουν την κατοχή και θεωρητικά τρία δευτερόλεπτα να υπολείπονται. Ο Edeshko έκανε την επαναφορά στον Paulauskas και η κόρνα ακούστηκε αμέσως καθώς εκείνος προσπάθησε να πετάξει την μπάλα στο καλάθι ή σε συμπαίκτη. Οι οπαδοί και οι παίκτες των Η.Π.Α. ξεκίνησαν να πανηγυρίζουν, διότι νόμιζαν πως το παιχνίδι είχε τελειώσει και ότι νίκησαν. Μπορούσες να διακρίνεις στα πρόσωπά τους όχι τόσο την χαρά της νίκης, αλλά την ανακούφιση για την αποφυγή της ήττας.
Ο αγώνας, όμως, δεν είχε λάβει τέλος. Όπως φαίνεται το χρονόμετρο δεν είχε ρυθμιστεί σωστά, καθώς είχε κολλήσει στα 50 δευτερόλεπτα και η κόρνα ήχησε με το πέρας μόλις ενός δευτερολέπτου. Οι διαιτητές διέταξαν να αδειάσει ο αγωνιστικός χώρος για να επαναληφθούν τα τρία δευτερόλεπτα. Είχε κατέβει βέβαια από τις κερκίδες και ο γενικός γραμματέας της FIBA, William Jones, για να δώσει εντολή επανάληψης, ενέργεια, για την οποία οι Αμερικάνοι έμελλε να τον κατηγορούν για πολύ καιρό, αφού δεν είχε καμιά αρμοδιότητα να επέμβει.
Στην επανάληψη αυτών των ατελείωτων τριών δευτερολέπτων ο Edeshko βρήκε με μακρινή πάσα τον Belov αυτή την φορά, ο οποίος είχε δύο Αμερικάνους πάνω του. Ο Σοβιετικός απώθησε τον Forbes και με αντίπαλο τον Joyce σκόραρε από κοντά, χαρίζοντας το χρυσό μετάλλιο στην χώρα του και δίνοντας το εφαλτήριο έναυσμα για διενέξεις επί διενέξεων και ό,τι άλλο θέλετε.
O Keith Summers, αρχηγός της αμερικάνικης αποστολής, υπέβαλε ένσταση στην Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, ισχυριζόμενος πως η επανάληψη των τριών δευτερολέπτων ήταν αντικανονική, πως οι Σοβιετικοί δεν είχαν δικαίωμα να σπεύσουν σε time-out, πως ο υπολειπόμενος χρόνος ήταν δύο και όχι τρία δευτερόλεπτα και πως το παιχνίδι έπρεπε να είχε λήξει μετά την πρώτη επαναφορά των Σοβιετικών. Η Επιτροπή παρέπεμψε το ζήτημα στην FIBA, ως μη αρμόδια για να αποφανθεί περί του θέματος. Η πενταμελής επιτροπή ενστάσεων της FIBA συνεδρίαζε επί 18 ώρες και δεν έκανε δεκτή την προσφυγή των Η.Π.Α. με ψήφους 3-2 κατά. Οι Αμερικάνοι ακόμη πιστεύουν πως τα τρία μέλη που ψήφισαν κατά το έπραξαν, διότι ήταν από κομουνιστικά κράτη (Κούβα, Ουγγαρία, Πολωνία).
«Οι Αμερικάνοι πρέπει να μάθουν πως να χάνουν ακόμη και όταν νομίζουν πως έχουν δίκαιο» είπε σε μεταγενέστερη δήλωση του ο William Jones. «H αμερικάνικη ομάδα προσβλήθηκε και δεν ήταν σωστό. Ήταν ψυχρός πόλεμος. Οι Αμερικάνοι για την υπερηφάνεια και την αγάπη για την πατρίδα τους δεν ήθελαν να χάσουν και να παραδεχτούν την ήττα τους» δήλωσε ο Ivan Edeshko. «Aν μας νικούσαν με υπερηφάνεια θα έδειχνα το ασημένιο μετάλλιο μου, αλλά δεν μας νίκησαν, μας έκλεψαν» είπε ο Mike Bantom.
H ομάδα των Η.Π.Α. δεν παρευρέθηκε στην τελετή απονομής και δεύτερο υψηλότερο βάθρο ήταν άδειο. Οι αθλητές δεν παρέλαβαν ποτέ τα μετάλλια τους και πολλοί από αυτούς έχουν βάλει όρο στην διαθήκη τους να μην γίνουν αποδεκτά ούτε από τους κληρονόμους τους. Τα μετάλλια 46 χρόνια μετά λέγεται πως φυλάσσονται σε μυστική θυρίδα σε τράπεζα της Γενεύης.
Χρόνια αργότερα από εκείνο το πολυσυζητημένο ματς ο Doug Collins μίλησε για το '72 στους παίκτες, που απάρτιζαν την αμερικάνικη αποστολή μπάσκετ για τους Ολυμπιακούς του ΄08, λίγο πριν πετάξουν για το Πεκίνο. Γεγονός, το οποίο όπως ομολογεί και ο coach Mike Krzyzewski έπαιξε καταλυτικό ρόλο για το μυαλό των παικτών του και τους οδήγησε στην κατάκτηση του χρυσού στην Κίνα.
πολύ καλό άρθρο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικο,πληρεστατο και αρτιο απο τοσο σημαντικες οπτικες γωνιες αρθρο!πρωτη φορα διαβαζω τοσο ζωντανη και ακριβη περιγραφη σημαντικων αθλητικων γεγονοτων δοσμενων ταυτοχρονα μαζι με σημαντικες ιστορικες,κοινωνικες και ψυχολογικές λεπτομερειες και προεκτασεις.η αναδρομη σα νήμα ξετυλιγεται κρατωντας αμειωτο το ενδιαφερον του αναγνωστη μεχρι το τελος.συγχαρητηρια πολλα στον αθλητικογραφο.ξερει πολυ καλα και το αντικειμενο του και τον τροπο να το αγαπησουν και οι λοιποι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά λόγια.
Διαγραφή