Πως φτάσαμε στην καθιέρωση του «shot clock»;
Σε μια παγωμένη Τετάρτη, στα τέλη Νοεμβρίου του μακρινού 1950, στην Minneapolis της Minnesota ένα πλήθος 7.021 ανθρώπων έφτασε στo «Minneapolis Auditorium», για να παρακολουθήσει έναν αγώνα μπάσκετ ανάμεσα στους Fort Wayne Pistons και τους Minneapolis Lakers. Κάτι λιγότερο από 16 μήνες πριν, είχε ιδρυθεί το NBA από την συγχώνευση των μέχρι πρότινος ανταγωνιστών BAA (Basketball Association of America) και NBL (National Basketball League). Η νέα λίγκα προσπαθούσε να βρει τον δρόμο και την ταυτότητα της. Αναμενόμενο, λοιπόν, το γεγονός πως ο κάθε αγώνας τότε ήταν κρίσιμος για το NBA, καθώς σε κάθε ματς παρουσιαζόταν η ευκαιρία του να κερδίσει νέους φιλάθλους ή ο κίνδυνος να χάσει κάποιους για πάντα.
Εκείνος ο αγώνας μεταξύ του Forst Wayne και της Minneapolis θα έφερνε στο παρκέ έναν από τους πιο λαμπερούς αστέρες της εποχής, τον σπουδαίο George Mikan. Ο Mikan μετά την θητεία του στο κολέγιο του DePaul στο Σικάγο έγινε μέλος των Lakers το 1947 και ξεκίνησε να κυριαρχεί από την αρχή κιόλας. Βλέποντας τον κόσμο από τα 208 εκατοστά ήταν ένας εξαιρετικός rebounder και blocker, ενώ συνάμα το hook-shot του τις περισσότερες φορές φάνταζε ασταμάτητο. Ο Mikan πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να αποτελέσει το πρόσωπο της ολοκαίνουριας λίγκας. Αυτός μαζί με τον μελλοντικό Hall-of-Famer Μikkelsen, τον Jim Pollard και άλλα ηχηρά ονόματα της εποχής καθιστούσαν τους Minniapolis Lakers μια από τις πιο ισχυρές ομάδες της λίγκας, που σκορπούσε τον τρόμο στους αντιπάλους της. Οι Pistons σε καμία περίπτωση δεν ήταν σε θέση να τους κοιτάξουν στα μάτια και το ήξεραν βέβαια. Όμως, ο προπονητής τους, ο Murray Mendenhall είχε πλάνο...
Οι 7.000 «δυνητικοί» φίλαθλοι στις κερκίδες αδημονούσαν να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες ενός συναρπαστικού παιχνιδιού της νέας λίγκας, αλλά οι φιλοξενούμενοι είχαν άλλα σχέδια. Ο αγώνας ξεκίνησε και η πρώτη επίθεση δόθηκε στους Pistons. O Ralph Johnson, ο point-guard τους, πήρε την μπάλα και αντί να προσπαθήσει να την μοιράσει ή να πετύχει κάποιο καλάθι, απλώς ντρίμπλαρε, μένοντας στο ίδιο σημείο, κοιτάζοντας τους απορημένους Lakers. Έπειτα, οι παίκτες των Pistons άρχισαν να πασάρουν την μπάλα ο ένας στον άλλον χωρίς να αφήνουν τους Lakers να την ακουμπήσουν. Ήταν σαν να έπαιζαν κορόιδο αντί για μπάσκετ. Οι εντολές, όμως, του προπονητή τους ήταν τόσο σαφείς, όσο απλή ήταν και η φιλοσοφία του για εκείνον τον αγώνα... «Αν οι Lakers δεν μπορέσουν να πάρουν την μπάλα, δεν θα μπορέσουν να σκοράρουν. Και αν δεν μπορέσουν να σκοράρουν, δεν θα μπορέσουν να νικήσουν». Έτσι, οι Pistons συνέχισαν να τηρούν κατά γράμμα αυτό το σχέδιο και οι Lakers δεν ήξεραν τι να κάνουν. Έκαναν συχνά φάουλ στους Pistons στην προσπάθεια τους να κερδίσουν την κατοχή, αλλά χωρίς επιτυχία. Καθώς ο χρόνος περνούσε όλοι εκτός από τους Pistons ξεκίνησαν να εκνευρίζονται. Οι διαιτητές φώναζαν στους αθλητές να παίξουν επιτέλους μπάσκετ, αλλά κανείς δεν τους άκουγε, διότι δεν υπήρχε κάποιος κανόνας που να σου απαγόρευε να κρατάς την μπάλα για πάντα. Οι άνθρωποι στις κερκίδες δεν σταματούσαν τις αποδοκιμασίες και -το χειρότερο- αρκετοί σιγά-σιγά αποχωρούσαν από το γήπεδο έχοντας απηυδήσει με το τι γινόταν. Στο ημίχρονο το σκορ ήταν 13-11 με τους Lakers να προηγούνται και τον Mikan να έχει βάλει τους 12 από τους 13 πόντους της ομάδας του.
Το δεύτερο ημίχρονο ήταν -όσο οξύμωρο και αν ακούγεται- ακόμη χειρότερο. Παρόλο το γεγονός πως όλοι είχαν χάσει τα λογικά τους με την στρατηγική των Pistons, οι Lakers ακολούθησαν το ρητό «αν αδυνατείς να τους κερδίσεις, πήγαινε μαζί τους». Έτσι, και οι δύο ομάδες κράταγαν την μπάλα για πολλά λεπτά πριν αποπειραθούν να σκοράρουν. Στο δεύτερο ημίχρονο και οι δύο ομάδες μαζί πέτυχαν μόλις 13 πόντους. Με λίγα δευτερόλεπτα να απομένουν για την λήξη εκείνης της παρωδίας οι Pistons ήταν μπροστά με 19-18. Oι Lakers απέτυχαν να πάρουν την νίκη με ένα buzzer-beater και οι Pistons αναδείχθηκαν νικητές στο ματς με το μικρότερο σκορ στην ιστορία του NBA. Το σχέδιο τους δικαιώθηκε, αλλά δυστυχώς, στον βωμό του μέλλοντος του αθλήματος. Ο Mikan ήταν ο πρώτος σκόρερ του αγώνα και ο προπονητής του, John Kundla δήλωνε αηδιασμένος: «Αν αυτό είναι μπάσκετ, δεν θέλω τίποτα από αυτό».
Εκείνη η αναμέτρηση έδωσε σάρκα και οστά στον μεγαλύτερο εφιάλτη του νέου NBA. O Maurice Podoloff, ο πρόεδρος της λίγκας τότε ήξερε πως κάτι έπρεπε να γίνει. Ήταν ο άνδρας, ο οποίος επωμίστηκε την ευθύνη της μακροημέρευσης του NBA και της διαφύλαξης του επαγγελματικού μπάσκετ. Ο Podoloff είχε υπάρξει και πρόεδρος της BAA και ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες της συγχώνευσης των BAA-NBL για την δημιουργία του NBA. Επομένως, ήταν ο καταλληλότερος για να αναλάβει τα χρέη του προέδρου της νέας λίγκας το 1949.
Ο Podoloff γνώριζε πως ο μόνος τρόπος για να καθιερωθεί η νέα λίγκα ήταν το παιχνίδι να είναι διασκεδαστικό για τους φιλάθλους, οι οποίοι σε τελευταία ανάλυση πλήρωναν τον ίδιο και τους παίκτες του. «Φάνηκε, από τον τρόπο που έπαιξαν, πως οι δύο ομάδες ήταν τελείως αδιάφορες για το ενδιαφέρον των φιλάθλων» δήλωσε μια μέρα μετά το πολυσυζητημένο παιχνίδι.
Την Παρασκευή -δύο μέρες μετά- ο Maurice κάλεσε σε συνάντηση όλους τους officials της λίγκας και τους δύο διαιτητές εκείνου το περιβόητου αγώνα, ώστε να σκεφτούν τρόπους για να κάνουν το NBA πιο «φιλικό» για τους οπαδούς. Κατέληξαν σε διάφορες αλλαγές, οι οποίες θα εφαρμοζόντουσαν από τη νέα χρονιά. Μεταξύ άλλων, εισηγήθηκαν την επέκταση της ρακέτα, με απώτερο σκοπό να βοηθήσουν τον Mikan να συνεχίσει να κυριαρχεί ακόμη πιο επιβλητικά. Δυστυχώς, όμως, τίποτα από αυτά δεν λειτούργησε. Το σκορ στα παιχνίδια ήταν χαμηλό, όλο και λιγότεροι φίλαθλοι πήγαιναν στα γήπεδα και την σεζόν 1953-54 είχαν απομείνει μόνο 9 επαγγελματικές ομάδες. Το μέλλον του NBA και του επαγγελματικού μπάσκετ εν γένει φάνταζε δυσοίωνο.
Πάρα πολλοί φρονούσαν πως η σεζόν 1954-55 θα ήταν η τελευταία για τον οργανισμό του NBA, ο οποίος παρέπαιε. Τότε, όμως, ο Daniel Biasone, o ιδιοκτήτης των Syracuse Nationals (που απεικονίζεται στην πρώτη φωτογραφία) ήρθε ως από μηχανής θεός να σώσει το άθλημα που αγαπήσαμε. Ο Biasone δεν ήταν ο πρώτος, που πρότεινε την καθιέρωση του «shot clock», αλλά ήταν εκείνος, ο οποίος έπεισε τον Podoloff και το NBA να το χρησιμοποιήσουν. Ο Daniel είχε μελετήσει πολύ το άθλημα, ειδικά από τότε που η ομάδα του μπήκε στο πρωτάθλημα 8 χρόνια πριν. Μετά από πολλή σκέψη κατέληξε στο συμπέρασμα πως ένας «καλά ισορροπημένος» αγώνας σήμαινε πως κάθε ομάδα έπρεπε να πάρει από 60 σουτ ή να παρθούν 120 σουτ συνολικά. Κάθε αγώνας διαρκούσε 48 λεπτά ή 2880 δευτερόλεπτα. Ο Biasone χρησιμοποιώντας βασικά μαθηματικά διαίρεσε τα 2880 δευτερόλεπτα με τα 120 σουτ και κατέληξε στα 24 δευτερόλεπτα. Έτσι, κάθε ομάδα θα έπρεπε να σουτάρει το πολύ κάθε 24 δεύτερα, καθιστώντας το παιχνίδι συναρπαστικό και διασκεδαστικό για τους φιλάθλους. Το χρονόμετρο των 24'' δοκιμάστηκε επιτυχώς στα National's exhibition games και καθιερώθηκε επίσημα την σεζόν 1954-55.
Το «shot clock» πρωτοεμφανίστηκε σε επίσημο παιχνίδι στις 30 Οκτωβρίου του 1954 σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στους Rochester Royals και τους Boston Celtics. Οι Royals επικράτησαν με 98-95 και το «24» είχε σώσει μια για πάντα το επαγγελματικό μπάσκετ. Την χρονιά 1954-55 ο μέσος όρος σκοραρίσματος ανά αγώνα ανέβηκε κατά 13 πόντους σε σχέση με την περασμένη σεζόν. Οι Celtics έγιναν η πρώτη ομάδα, η οποία είχε κατά μέσο όρο περισσότερους από 100 πόντους και το 1959 όλες οι ομάδες του NBA είχαν περισσότερους από 100 πόντους κατά μέσο όρο.
«Ο κανόνας των 24ων δούλεψε τόσο καλά, που πραγματικά πιστεύω, πως ήταν η λύση για το επαγγελματικό μπάσκετ. Μέχρι τώρα αυτή την χρονιά η παρουσία του κόσμου στα γήπεδα έχει αυξηθεί κατά 57% σε σχέση με πέρσι... Η υιοθέτηση του χρονομέτρου ήταν το πιο σημαντικό γεγονός στην ιστορία του NBA» παραδέχθηκε ο ίδιος ο Maurice Podoloff.
O άνθρωπος, λοιπόν, που συνέβαλε καταλυτικά στην καθιέρωση του επαγγελματικού μπάσκετ, θεσπίζοντας το shot-clock, εντάχθηκε το 2000 με κάθε επισημότητα στο Hall-of-Fame, το βραβείο του οποίου παρέλαβε ο ανιψιός του, καθώς ο ίδιος δεν βρισκόταν πια στην ζωή. Σήμερα ένα μνημείο, ένα χρονόμετρο που μετράει αντίστροφα από το 24, δεσπόζει στο κέντρο του Syracuse της Νέας Υόρκης αποτίοντας φόρο τιμής στον Biasone και το «shot clock» του, για τον παντοτινό αντίκτυπο που έμελλε να έχουν στην πορτοκαλί θεά.
Εκείνος ο αγώνας μεταξύ του Forst Wayne και της Minneapolis θα έφερνε στο παρκέ έναν από τους πιο λαμπερούς αστέρες της εποχής, τον σπουδαίο George Mikan. Ο Mikan μετά την θητεία του στο κολέγιο του DePaul στο Σικάγο έγινε μέλος των Lakers το 1947 και ξεκίνησε να κυριαρχεί από την αρχή κιόλας. Βλέποντας τον κόσμο από τα 208 εκατοστά ήταν ένας εξαιρετικός rebounder και blocker, ενώ συνάμα το hook-shot του τις περισσότερες φορές φάνταζε ασταμάτητο. Ο Mikan πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να αποτελέσει το πρόσωπο της ολοκαίνουριας λίγκας. Αυτός μαζί με τον μελλοντικό Hall-of-Famer Μikkelsen, τον Jim Pollard και άλλα ηχηρά ονόματα της εποχής καθιστούσαν τους Minniapolis Lakers μια από τις πιο ισχυρές ομάδες της λίγκας, που σκορπούσε τον τρόμο στους αντιπάλους της. Οι Pistons σε καμία περίπτωση δεν ήταν σε θέση να τους κοιτάξουν στα μάτια και το ήξεραν βέβαια. Όμως, ο προπονητής τους, ο Murray Mendenhall είχε πλάνο...
Οι 7.000 «δυνητικοί» φίλαθλοι στις κερκίδες αδημονούσαν να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες ενός συναρπαστικού παιχνιδιού της νέας λίγκας, αλλά οι φιλοξενούμενοι είχαν άλλα σχέδια. Ο αγώνας ξεκίνησε και η πρώτη επίθεση δόθηκε στους Pistons. O Ralph Johnson, ο point-guard τους, πήρε την μπάλα και αντί να προσπαθήσει να την μοιράσει ή να πετύχει κάποιο καλάθι, απλώς ντρίμπλαρε, μένοντας στο ίδιο σημείο, κοιτάζοντας τους απορημένους Lakers. Έπειτα, οι παίκτες των Pistons άρχισαν να πασάρουν την μπάλα ο ένας στον άλλον χωρίς να αφήνουν τους Lakers να την ακουμπήσουν. Ήταν σαν να έπαιζαν κορόιδο αντί για μπάσκετ. Οι εντολές, όμως, του προπονητή τους ήταν τόσο σαφείς, όσο απλή ήταν και η φιλοσοφία του για εκείνον τον αγώνα... «Αν οι Lakers δεν μπορέσουν να πάρουν την μπάλα, δεν θα μπορέσουν να σκοράρουν. Και αν δεν μπορέσουν να σκοράρουν, δεν θα μπορέσουν να νικήσουν». Έτσι, οι Pistons συνέχισαν να τηρούν κατά γράμμα αυτό το σχέδιο και οι Lakers δεν ήξεραν τι να κάνουν. Έκαναν συχνά φάουλ στους Pistons στην προσπάθεια τους να κερδίσουν την κατοχή, αλλά χωρίς επιτυχία. Καθώς ο χρόνος περνούσε όλοι εκτός από τους Pistons ξεκίνησαν να εκνευρίζονται. Οι διαιτητές φώναζαν στους αθλητές να παίξουν επιτέλους μπάσκετ, αλλά κανείς δεν τους άκουγε, διότι δεν υπήρχε κάποιος κανόνας που να σου απαγόρευε να κρατάς την μπάλα για πάντα. Οι άνθρωποι στις κερκίδες δεν σταματούσαν τις αποδοκιμασίες και -το χειρότερο- αρκετοί σιγά-σιγά αποχωρούσαν από το γήπεδο έχοντας απηυδήσει με το τι γινόταν. Στο ημίχρονο το σκορ ήταν 13-11 με τους Lakers να προηγούνται και τον Mikan να έχει βάλει τους 12 από τους 13 πόντους της ομάδας του.
Το δεύτερο ημίχρονο ήταν -όσο οξύμωρο και αν ακούγεται- ακόμη χειρότερο. Παρόλο το γεγονός πως όλοι είχαν χάσει τα λογικά τους με την στρατηγική των Pistons, οι Lakers ακολούθησαν το ρητό «αν αδυνατείς να τους κερδίσεις, πήγαινε μαζί τους». Έτσι, και οι δύο ομάδες κράταγαν την μπάλα για πολλά λεπτά πριν αποπειραθούν να σκοράρουν. Στο δεύτερο ημίχρονο και οι δύο ομάδες μαζί πέτυχαν μόλις 13 πόντους. Με λίγα δευτερόλεπτα να απομένουν για την λήξη εκείνης της παρωδίας οι Pistons ήταν μπροστά με 19-18. Oι Lakers απέτυχαν να πάρουν την νίκη με ένα buzzer-beater και οι Pistons αναδείχθηκαν νικητές στο ματς με το μικρότερο σκορ στην ιστορία του NBA. Το σχέδιο τους δικαιώθηκε, αλλά δυστυχώς, στον βωμό του μέλλοντος του αθλήματος. Ο Mikan ήταν ο πρώτος σκόρερ του αγώνα και ο προπονητής του, John Kundla δήλωνε αηδιασμένος: «Αν αυτό είναι μπάσκετ, δεν θέλω τίποτα από αυτό».
Εκείνη η αναμέτρηση έδωσε σάρκα και οστά στον μεγαλύτερο εφιάλτη του νέου NBA. O Maurice Podoloff, ο πρόεδρος της λίγκας τότε ήξερε πως κάτι έπρεπε να γίνει. Ήταν ο άνδρας, ο οποίος επωμίστηκε την ευθύνη της μακροημέρευσης του NBA και της διαφύλαξης του επαγγελματικού μπάσκετ. Ο Podoloff είχε υπάρξει και πρόεδρος της BAA και ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες της συγχώνευσης των BAA-NBL για την δημιουργία του NBA. Επομένως, ήταν ο καταλληλότερος για να αναλάβει τα χρέη του προέδρου της νέας λίγκας το 1949.
Ο Podoloff γνώριζε πως ο μόνος τρόπος για να καθιερωθεί η νέα λίγκα ήταν το παιχνίδι να είναι διασκεδαστικό για τους φιλάθλους, οι οποίοι σε τελευταία ανάλυση πλήρωναν τον ίδιο και τους παίκτες του. «Φάνηκε, από τον τρόπο που έπαιξαν, πως οι δύο ομάδες ήταν τελείως αδιάφορες για το ενδιαφέρον των φιλάθλων» δήλωσε μια μέρα μετά το πολυσυζητημένο παιχνίδι.
Την Παρασκευή -δύο μέρες μετά- ο Maurice κάλεσε σε συνάντηση όλους τους officials της λίγκας και τους δύο διαιτητές εκείνου το περιβόητου αγώνα, ώστε να σκεφτούν τρόπους για να κάνουν το NBA πιο «φιλικό» για τους οπαδούς. Κατέληξαν σε διάφορες αλλαγές, οι οποίες θα εφαρμοζόντουσαν από τη νέα χρονιά. Μεταξύ άλλων, εισηγήθηκαν την επέκταση της ρακέτα, με απώτερο σκοπό να βοηθήσουν τον Mikan να συνεχίσει να κυριαρχεί ακόμη πιο επιβλητικά. Δυστυχώς, όμως, τίποτα από αυτά δεν λειτούργησε. Το σκορ στα παιχνίδια ήταν χαμηλό, όλο και λιγότεροι φίλαθλοι πήγαιναν στα γήπεδα και την σεζόν 1953-54 είχαν απομείνει μόνο 9 επαγγελματικές ομάδες. Το μέλλον του NBA και του επαγγελματικού μπάσκετ εν γένει φάνταζε δυσοίωνο.
Πάρα πολλοί φρονούσαν πως η σεζόν 1954-55 θα ήταν η τελευταία για τον οργανισμό του NBA, ο οποίος παρέπαιε. Τότε, όμως, ο Daniel Biasone, o ιδιοκτήτης των Syracuse Nationals (που απεικονίζεται στην πρώτη φωτογραφία) ήρθε ως από μηχανής θεός να σώσει το άθλημα που αγαπήσαμε. Ο Biasone δεν ήταν ο πρώτος, που πρότεινε την καθιέρωση του «shot clock», αλλά ήταν εκείνος, ο οποίος έπεισε τον Podoloff και το NBA να το χρησιμοποιήσουν. Ο Daniel είχε μελετήσει πολύ το άθλημα, ειδικά από τότε που η ομάδα του μπήκε στο πρωτάθλημα 8 χρόνια πριν. Μετά από πολλή σκέψη κατέληξε στο συμπέρασμα πως ένας «καλά ισορροπημένος» αγώνας σήμαινε πως κάθε ομάδα έπρεπε να πάρει από 60 σουτ ή να παρθούν 120 σουτ συνολικά. Κάθε αγώνας διαρκούσε 48 λεπτά ή 2880 δευτερόλεπτα. Ο Biasone χρησιμοποιώντας βασικά μαθηματικά διαίρεσε τα 2880 δευτερόλεπτα με τα 120 σουτ και κατέληξε στα 24 δευτερόλεπτα. Έτσι, κάθε ομάδα θα έπρεπε να σουτάρει το πολύ κάθε 24 δεύτερα, καθιστώντας το παιχνίδι συναρπαστικό και διασκεδαστικό για τους φιλάθλους. Το χρονόμετρο των 24'' δοκιμάστηκε επιτυχώς στα National's exhibition games και καθιερώθηκε επίσημα την σεζόν 1954-55.
Το «shot clock» πρωτοεμφανίστηκε σε επίσημο παιχνίδι στις 30 Οκτωβρίου του 1954 σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στους Rochester Royals και τους Boston Celtics. Οι Royals επικράτησαν με 98-95 και το «24» είχε σώσει μια για πάντα το επαγγελματικό μπάσκετ. Την χρονιά 1954-55 ο μέσος όρος σκοραρίσματος ανά αγώνα ανέβηκε κατά 13 πόντους σε σχέση με την περασμένη σεζόν. Οι Celtics έγιναν η πρώτη ομάδα, η οποία είχε κατά μέσο όρο περισσότερους από 100 πόντους και το 1959 όλες οι ομάδες του NBA είχαν περισσότερους από 100 πόντους κατά μέσο όρο.
«Ο κανόνας των 24ων δούλεψε τόσο καλά, που πραγματικά πιστεύω, πως ήταν η λύση για το επαγγελματικό μπάσκετ. Μέχρι τώρα αυτή την χρονιά η παρουσία του κόσμου στα γήπεδα έχει αυξηθεί κατά 57% σε σχέση με πέρσι... Η υιοθέτηση του χρονομέτρου ήταν το πιο σημαντικό γεγονός στην ιστορία του NBA» παραδέχθηκε ο ίδιος ο Maurice Podoloff.
O άνθρωπος, λοιπόν, που συνέβαλε καταλυτικά στην καθιέρωση του επαγγελματικού μπάσκετ, θεσπίζοντας το shot-clock, εντάχθηκε το 2000 με κάθε επισημότητα στο Hall-of-Fame, το βραβείο του οποίου παρέλαβε ο ανιψιός του, καθώς ο ίδιος δεν βρισκόταν πια στην ζωή. Σήμερα ένα μνημείο, ένα χρονόμετρο που μετράει αντίστροφα από το 24, δεσπόζει στο κέντρο του Syracuse της Νέας Υόρκης αποτίοντας φόρο τιμής στον Biasone και το «shot clock» του, για τον παντοτινό αντίκτυπο που έμελλε να έχουν στην πορτοκαλί θεά.
COMMENTS