Μια προσεκτική ματιά στα αίτια για τη χλιαρή εκκίνηση των Ελαφιών στη regular season του ΝΒΑ.
Οι 10 πρώτοι αγώνες της σεζόν πέρασαν για τους Bucks και τους βρίσκουν προβληματισμένους, με αρτητικό ρεκόρ (4-6) στην θεωρητικά πιο αδύναμη ανατολική περιφέρεια όλων των εποχών. Ο Γιάννης είναι συγκλονιστικός, ο Middleton έχει βρει τα πατήματά του, τα τρίποντα μπαίνουν, οι νίκες, όμως, δεν έρχονται με την συχνότητα που θα ήθελαν στο Wisconsin. Είναι όμως δίκαιο το ξεκίνημά τους να δημιουργήσει προβληματισμό;
Tο δύσκολο πρόγραμμα και το ανέβασμα του πήχυ
Η απάντηση είναι κάπου στη μέση. Eύκολα μπορεί κανείς να βρει δικαιολογία στο σχετικά δύσκολο πρόγραμμα που έχουν από την αρχή της χρονιάς. Ταξίδια σε Portland και Oklahoma, δύο παιχνίδια με τη Βοστώνη, άλλα δύο με τους Cavaliers του Lebron. Μια αποτύπωση αυτού μπορεί να δοθεί μέσω του Strength of Schedule (SOS), ενός προηγμένου στατιστικού το οποίο στην ουσία φιλτράρει το ρεκόρ μια ομάδας βάσει της δυσκολίας των αγώνων (παρότι η φόρμουλα υπολογισμού του έχει συχνά αποκλίσεις μεταξύ των αναλύσεων). Σύμφωνα με το basketball-reference, οι Bucks είχαν μέχρι στιγμής το 12ο πιο δύσκολο πρόγραμμα μεταξύ των 30 ομάδων της λίγκας με δείκτη 0.67. Πώς αντέδρασαν όμως σε αυτό το πρόγραμμα; Την απάντηση δίνει το Simple Rating System (SRS) το οποίο συμπεριλαμβάνει τη διαφορά πόντων στον υπολογισμό του SOS, με τους Bucks να έχουν δείκτη -2.63 (23ο στη λίγκα). Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι οι Bucks είχαν όντως ένα αρκετά δύσκολο πρόγραμμα, όμως η προσπάθειά τους ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες ήταν κάτω του αναμενόμενου.
Από την άλλη, σημαντικό ρόλο για αυτόν τον μίνι απολογισμό παίζει και το ίδιο το ύψος στο οποίο τοποθετούν την κριτική τους. Οι προσδοκίες φέτος είναι απ' το ξεκίνημα πολύ πιο υψηλές, απόρροια του εκπληκτικού finish της περσινής σεζόν. Οι Bucks τελείωσαν με εμφατικό σερί νικών την περσινή regular season, ενώ και στα playoffs υπήρχε η αίσθηση ότι ήταν ένα κλικ μακρυά απ' το να κάνουν δικιά τους τη σειρά με το Toronto. Μοιραία, λοιπόν, η αισιοδοξία πλημμύρισε το αντιεμπορικό Milwaukee, σχεδόν παράλληλα με το τσουνάμι Αντετοκούνμπο που ευτύχησε να ξεσπάσει στην δυτική πλευρά της λίμνης Michigan. Υπό μια έννοια, λοιπόν, τα Ελάφια θέλουν να συγκαταλέγονται στο γκρουπ εκείνο των ομάδων που δεν τους ενδιαφέρει με ποιον παίζουν παρά μόνο η δική τους απόδοση. Και αυτή έχει υπάρξει χαμηλότερη των προσδοκιών.
Επιθετικός μονόλογος των Αντετοκούνμπο, Middleton
Θεωρητικά το Milwaukee είναι μια ομάδα της οποίας το άθροισμα των επιθετικών όπλων δεν φτάνει για να νικήσει. Με τη φυγή του Monroe, οι μόνοι παίκτες του ρόστερ οι οποίοι μπορούν να δημιουργήσουν σε σταθερή βάση για τον εαυτό τους (Αντετοκούνμπο, Middleton) είναι και οι καλύτεροι δημιουργοί της ομάδας.
Ο Γιάννης, ειδικά, έχει φέτος εκτινάξει το παιχνίδι του προσθέτοντας αρκετό post play. Καταφέρνει έτσι να εκμεταλλευεται τον χώρο που δημιουργεί η βαθιά άμυνα που του παίζουν οι αντίπαλοι λόγω της αδυναμίας του στο σουτ, όπως έκανε πετυχημένα σε 5 τουλάχιστον περιπτώσεις στην χθεσινή ήττα από τους Cavs (από το 1.05 και μετά).
Πολύ συχνά πια, το παιχνίδι του στο post αντιμετωπίζεται με παγίδα κυρίως απ' την baseline, όμως το μάκρος του και η έφεσή του στην δημιουργία τού επιτρέπουν να βρίσκει με σχετική ευκολία το ρήγμα στην αδύνατη πλευρά. Παραμένει, βεβαίως, ένας ανεπανάληπτος slasher και εκτελεστής στον αιφνιδιασμό (παίρνει το 77% των προσπάθειών του σε απόσταση μάξιμουν 5 μέτρων απ' το καλάθι με 70% επιτυχία, όπως φαίνεται στο σχήμα δεξιά), με τη διαφορά ότι φέτος χρησιμοποιεί αρκετά περισσότερο και τον αριστερό διάδρομο.
Μπορεί έτσι να μαζεύει δύο και τρεις αντιπάλους πάνω του και να βρίσκει τον ελεύθερο παίκτη, έχοντας τελική πάσα στο 26% των προσπαθειών των συμπαικτών του όσο είναι στο παρκέ. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο το εκπληκτικό Player Efficiency Rating του (συνολική συνεισφορά του ανά λεπτό στο παιχνίδι) που φιγουράρει 1ο σε ολόκληρο το ΝΒΑ με 32.8!
Άπο την άλλη, ο Middleton, παρότι ξεκίνησε χλιαρά, έχει βρει τον παλιό καλό εαυτό του, έχοντας μέχρι στιγμής career-high σε πόντους (19.1 ανά παιχνίδι) και ασίστ (5.5 ανά παιχνίδι). Ο forward των ελαφιών εκμεταλλεύεται κατά κόρον την συνηθισμένη τακτική των Bucks να δίνουν πολλά σκριν μεταξύ κοντών (ειδικά ο Dellavedova είναι εξαιρετικός screener παρά το μέγεθός του) και οδηγείται έτσι σε καταστάσεις απομόνωσης με τον κακό αμυντικό του αντιπάλου.
Οι δύο παίκτες φτάνουν, λοιπόν, σε σημείο να έχουν αθροιστικά το 50.5% του συνολικού Usage της ομάδας, με το 34.5% του Γιάννη να είναι το τρίτο μεγαλύτερο σε όλο το ΝΒΑ.
Έλλειψη επιθετικού ταλέντου ή λάθος πλάνο;
Ας δεχτούμε, λοιπόν, ότι οι Bucks στερούνται παικτών που μπορούν επιθετικά να επάγουν τη δράση. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ακόμα και έτσι δεν είναι αποτελεσματικοί. Αντιθέτως, κατά μία έννοια, μέχρι στιγμής τους σώζει το σουτ τους. Το Offensive Rating (μετρά τους πόντους που πετυχαίνει μια ομάδα ανά 100 κατοχές) των Ελαφιών είναι με 108.8 πόντους, το 10ο καλύτερο στη λίγκα, άρα δυνητικά τα καταφέρνουν. Γιατί, όμως, αυτό δεν μεταφράζεται και στην επιθετική τους συγκομιδή ανά παιχνίδι (18η στη λίγκα); Μα φυσικά γιατί υπολείπονται κατοχών. Το Pace (μετρά τον αριθμό των κατοχών ανά 48 λεπτά) του Milwaukee είναι, με 96.9, το 9ο χειρότερο του πρωταθλήματος! Οι Bucks, λοιπόν, όταν επιτίθενται, είναι πολύ αποτελεσματικοί. Το πρόβλημά τους είναι ότι δεν επιτίθενται αρκετά ή τουλάχιστον όχι τόσο γρήγορα όσο θα υπαγόρευε το μάκρος τους, τα νιάτα τους, η ύπαρξη στο ρόστερ ενός top-3 παίκτη στο ανοικτό γήπεδο. Μένουν στην πρόσθεση, ενώ χρειάζονται πολλαπλασιασμό μέσα από εύκολα layups και σουτ στο transition (μόνο 9 πόντοι ανά παιχνίδι). Υπάρχει, όμως, λόγος γι' αυτό.
Η κάκιστη άμυνα στα close-out
Στο ΝΒΑ, το παιχνίδι είναι τόσο υψηλού tempo που η άμυνα αλληλεπιδρά με την επίθεση σχεδόν πολλαπλάσια απ ό,τι στην Euroleague. Δεν είναι, άλλωστε, σπάνιες οι περιπτώσεις στις οποίες ακούμε προπονητές, των οποίων η ομάδα έχει δεχθεί 130 πόντους, να ρίχνουν το φταίξιμο στην κακή επιθετική λειτουργία και το αντίστροφο. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το Milwaukee.
Οι Bucks έχουν κατά βάση αρκετά καλούς αμυντικούς, μακρείς, ενθουσιώδεις, υψηλής έντασης στο 1 vs 1, γι' αυτό και παραδοσιακά ξεκινούν πολύ καλά τα παιχνίδια τους. Ωστόσο, όποτε περνά στο παρκέ κάποιος που αμύνεται πιο χλιαρά (όπως ο Teletovic ή ο Monroe μέχρι πρότινος) απορρυθμίζονται εντελώς. Αδυνατούν να καλύψουν την παρουσία του, το positioning τους γίνεται κάκιστο και, μοιραία, όταν έχουν φορτώσει τη μια πλευρά του γηπέδου με αμυντικούς, τιμωρούνται στο close-out (στην προσαρμογή του αμυντικού δηλαδή όταν η μπάλα περνάει στην άλλη μεριά του παρκέ για ελεύθερο τρίποντο).
Είναι πραγματικά τόσο χαρακτηριστική η αδυναμία τους να διαβάσουν τον τρόπο του πίβοτ του αντιπάλου με συνέπεια την κάκιστη τοποθέτηση των ποδιών τους και, μοιραία, το εύκολο φάουλ με...μετρ του είδους τον απογοητευτικό μέχρι στιγμής Thon Maker.
Εύλογα, λοιπόν, φτάνουν να είναι 4οι στη λίγκα στα φάουλ στα οποία υποπίπτουν και να πληγώνονται διπλά: τόσο με τη συνεχή αλλαγή 5άδων όσο και με τις πολλές ελεύθερες βολές που δίνουν στον αντίπαλο. Δεν είναι, προφανώς, τυχαίο ότι οι αντίπαλοι των Bucks εκτελούν 7.3 περισσότερες βολές μέσο όρο σε κάθε παιχνίδι (3οι χειρότεροι στο ΝΒΑ), όσο και ότι τα ίδια τα Ελάφια εκτελούν ελάχιστες βολές (26οι στο ΝΒΑ). Όταν κάνεις πολλά φάουλ, δίνεις εύκολους πόντους στον αντίπαλο και, ταυτόχρονα, χάνεις τη δυνατότητα να είσαι επιθετικός σε όλους τους τομείς του παιχνιδιού (ριμπάουντ, drive, άμυνα στο post κτλ.), όπως συνέβη και με το Γιάννη σε δύο περιπτώσεις που αναγκάστηκε να βάλει...σιγαστήρα.
Ριμπάουντ, αυτός ο άγνωστος
Έλλειψη σκληράδας άρα και έλλειψη ριμπάουντ. Το Milwaukee φιγουράρει τελευταίο και καταϊδρωμένο στον τομέα του ριμπάουντ σε όλο το ΝΒΑ (37.5 ανά παιχνίδι), αδυνατώντας έτσι να επιβάλλει τον ρυθμό του (άμεση σχέση με το Pace στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω). Ειδικότερα, δε, όταν λείπει ο Γιάννης και τα 0.4 Defensive Win Shares του (δείκτης που μετρά τις νίκες που δίνει στην ομάδα η αμυντική προσπάθεια ενός παίκτη), οι Bucks μαζεύουν 50% (!) λιγότερα ριμπάουντ απ' ότι με αυτόν στο παρκέ. Φτάνουν, ασφαλώς, να δίνουν πάμπολλες δεύτερες ευκαιρίες και, κάπως έτσι, καταλήγουν προτελευταίοι στη λίγκα στο Defensive Rating (μετρά τους πόντους που δέχεται μια ομάδα ανά 100 κατοχές). Να, λοιπόν, πώς, μέσω της αδυναμίας ελέγχου του ρυθμού, η αμυντική ανισορροπία του Milwaukee μεταφράζεται και σε επιθετική δυσπραγία.
Συνολικά, το μέτριο ξεκίνημα των Bucks εκφράζεται μέσω του ελαττωματικού rebounding και της τραγικής αμυντικής τους λειτουργίας, έχει, όμως, σταθερές τις βάσεις του στην έλλειψη πρωτόλειου ταλέντου στην ομάδα. Ο Γιάννης λάμπει σαν ένα μοναχικό αστέρι στον μαύρο ουρανό, για την ακρίβεια πολύ μοναχικό, όπως δείχνει και το γράφημα του ΝΒΑ Math για τη συνολική συνεισφορά σε άμυνα και επίθεση.
Το πρόβλημα αυτό αναμένεται να το καταπραΰνει η έλευση του Bledsoe, ενός near-all star παίκτη που αποτελεί ξεκάθαρη αναβάθμιση σε σχέση με τον τίμιο Brogdon (βλ. γράφημα), παρεκκλίνει, όμως, από το δόγμα των μακριών κορμιών του Jason Kidd.
Μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε ότι αυτή η κίνηση είτε θα συνοδευθεί από ισχυρές αλλαγές στον τρόπο παιχνιδιού των Bucks (μετατόπιση του Γιάννη στο 4 ίσως) είτε απλά είναι προπομπός κάποιας ενίσχυσης στους ψηλούς. Όπως και να 'χει, το Milwaukee έχει καταλάβει ότι πρέπει να παίξει τα ζάρια του αλλιώς και αναμένεται να το κάνει.
Στατιστικά και γραφήματα: basketball-reference, ΝΒΑ Math
COMMENTS