Ποιος φταίει για την αποτυχία (ή την μη επιτυχία) της Εθνικής μας ομάδας;

Η επιλογή της συγκεκριμένης φράσης δεν έγινε χάριν εντυπωσιασμού και βεβαίως χωρίς την παραμικρή διάθεση λαϊκισμού. Όσο υπάρχει η Ελλάδα, ο ελληνισμός και οι νεοέλληνες, πάντοτε θα ψάχνουμε τον ένοχο, τον φταίχτη, τον υπαίτιο για τα στραβά και για τα χάλια μας. Εσαεί θα γυρεύουμε τον αποδιοπομπαίο τράγο και τα εξιλαστήρια θύματα, απαιτώντας «κεφαλές επί πίνακι» και κραυγάζοντας για προγραφές. Από την μέρα που εμφανιστήκαμε στην ιστορία, πάντα ακραίοι, πάντα αιμοδιψείς, πάντα αμετροεπείς, πάντα «γελαστοί και γελασμένοι»
Για την Εθνική γράφτηκαν και ειπώθηκαν πολλά και θα γραφτούν και θα ειπωθούν κι άλλα σε ιστοσελίδες, σε εφημερίδες, σε ραδιόφωνα και σε καφενέδες. Είχε γράψει κάτι πολύ ωραίο ο Τσαρλς Μπουκόβσκι για την άποψη που έχει ο καθένας, αλλά θα σεβαστώ τον ανήλικο και το εύθικτο αναγνώστη και δεν θα την αναπαράγω. Όλοι θεωρούμε πως ξέρουμε λοιπόν «τις πταίει» για την πορεία της Εθνικής. Περιττό να αναφέρω πως άπαντες έχουμε δίκιο.
Εγώ δηλώνω υπεύθυνα, κατόπιν βαθιάς περισυλλογής, πως δεν ξέρω ποιος και τι φταίει. Δεν έχω ιδέα αν ευθύνονται οι παίχτες που ήταν χαλαροί και άνευροι στους αγώνες στο Ελσίνκι. Δεν μου πέφτει λόγος αν τα -τεχνικής φύσεως- λάθη του Μίσσα ήταν αυτά που δεν μας επέτρεψαν να διεκδικήσουμε το μετάλλιο. Δεν δύναμαι να βγάλω πόρισμα για το πόσο καταλυτική ήταν η αδιαφορία της Ομοσπονδίας.
Ο προπονητής έκανε σαφώς λάθη. Το μεγαλύτερο ήταν το περιορισμένο rotation κι αυτό είναι κάτι το αναντίρρητο. Ο Καλάθης έφτασε στα όρια του εμφράγματος, ο Σλούκας στέγνωσε κι αυτός, ο Πρίντεζης είχε καεί από τα παιχνίδια της πρώτης φάσης. Επιτρέψτε μου να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου. Ποιος μπορούσε να αναπληρώσει ισάξια τους πιο πάνω; Ο συμπαθής Μάντζαρης; Όποτε κλήθηκε να βοηθήσει, πρόσφερε το απόλυτο ΤΙΠΟΤΑ. Ο Παππάς; Με εξαίρεση κάποιες εκλάμψεις, η προσφορά του ήταν ανάξια αναφοράς (αν και στο παιχνίδι με την Ρωσία, μπορώ να δεχτώ πως ίσως μπορούσε να προσφέρει, αν ξεκινούσε στην 4η περίοδο, όταν ο Καλάθης είχε παραδώσει πνεύμα. Όμως, όπως λέμε και στην Κύπρο, «το αν το φυτέψανε και δεν βλάστησε»). Δεν θα κάνω καν αναφορά σε Αγραβάνη και Παπαπέτρου. Αυτούς είχε ο Μίσσας, με αυτούς αποφάσισε να τζογάρει και να πάρει την παρτίδα. Έπαιξε κι έχασε. Δηλαδή αν έπαιζε ο Αγραβάνης 25 λεπτά τι θα γινόταν; Θα σταματούσε τους ψηλούς της Ρωσίας που έδειξαν σε ολόκληρη την Ευρώπη πως πρέπει να γίνεται το μπλοκ άουτ;
Για την Ομοσπονδία δεν χρειάζονται πολλά και ψαγμένα σχόλια. Οι συγκεκριμένοι, λόγω των μεγάλων επιτυχιών του παρελθόντος, νιώθουν πλέον Αλή Πασάδες, Μπέηδες και Δερβεναγάδες και μέσα στο μυαλό τους θεωρούν πως είναι μικροί Θεοί. Άντε και κατεβαίναμε στην διοργάνωση με άλλον πρόεδρο. Θα έβαζε τα τρίποντα ο Πρίντεζης; Ή θα έπαιρνε τα ριμπάουντ ο Μπουρούσης από τον Βοροντσέβιτς και τον Μοζγκόφ; Τα πρόσωπα αυτά πρέπει να αντικατασταθούν, δεν αντιλέγω, αλλά δεν σημαίνει πως αυτό θα είναι πανάκεια.
Ίσως τα πράγματα να είναι πολύ πιο απλά από ότι νομίζουμε. Και από τη στιγμή που όλοι μας δικαιούμαστε να έχουμε άποψη, ας καταθέσω και τη δική μου. Η οποία άποψη είναι πως η ομάδα που κατεβάσαμε, έφτασε μέχρι εκεί που δικαιούτο να φτάσει. Το μπάσκετ δεν είναι ποδόσφαιρο. Δεν μπορείς να κλέψεις τις νίκες. Δεν έχει στο μπάσκετ Πλατανιάδες και Λεβαδειακούς να παίζουν 90 λεπτά αντιποδόσφαιρο και να κερδίζουν στις καθυστερήσεις με γκολ οφσάιντ (οι αθλητικοί συντάκτες το λένε «ομορφιά του ποδοσφαίρου», επειδή βέβαια αυτό το άθλημα τους ταΐζει. Οι υπόλοιποι που δεν βλέπουμε ποδόσφαιρο, απλά γελάμε…). Το μπάσκετ είναι δικαιότατο άθλημα. Ό,τι δώσεις θα πάρεις. Αν παίξεις καλύτερα θα νικήσεις. Δεν γίνεται να παίξεις χειρότερα και να ελπίζεις να ανταμειφθείς. Πάντοτε, μα πάντοτε, κερδίζει αυτός που παίζει καλύτερα. Όχι ο καλύτερος στα χαρτιά. Αυτός που στο παρκέ εμφανίζεται καλύτερος. Κι εμείς δεν παίξαμε καλύτερα στα παιχνίδια που χάσαμε. Απλά μαθηματικά.
Με το χέρι στην καρδιά κι εντελώς αντικειμενικά: Από ποια ομάδα της οχτάδας παίξαμε καλύτερο μπάσκετ; Ό,τι μπορούσαμε κάναμε. Με τα πάνω μας και τα κάτω μας, φτάσαμε στην κορυφή των δυνατοτήτων μας. Κι οι δυνατότητές μας μέχρι εκεί ήταν. «End of game» που θα έγραφε κι ο Σάμιουελ Μπέκετ. Δυστυχώς υπάρχει μέσα στην κουλτούρα μας την αθλητική, η ψυχολογία του «Βαστάτε παλληκάρια», του «Μολών Λαβέ» και του «This is Sparta». Στις ακαδημίες των ομάδων τα παιδάκια αντί να μαθαίνουν να ντριμπλάρουν και να σουτάρουν, μαθαίνουν… συστήματα κυρίες και κύριοι. Μείναμε στο μπάσκετ του Μάλκοβιτς, που εμφανίστηκε, μεσουράνησε και ξεπεράστηκε μέσα σε 5 χρόνια όλα κι όλα. Όσα παιχνίδια κερδίσαμε, το κάναμε λόγω της επίθεσής μας. Όταν ο Καλάθης κι ο Σλούκας, χωρίς φόβο κι ενδοιασμούς, επιχειρούσαν σουτ και μπασίματα. Όποτε αρχίζαμε τις επιθέσεις των 24 δευτερολέπτων και το μπάσκετ του «κυρ’ ελέησον», οι αντίπαλοι μας έφταναν και μας προσπερνούσαν εν ριπή οφθαλμού. Έναν καθαρά επιθετικογενή παίχτη έβγαλε τα τελευταία χρόνια το ελληνικό μπάσκετ, τον Παππά (δεν υπολογίζω τον Σπανούλη) και οι «ειδικοί» μιλάνε για μπάσκετ αλάνας. Να υποθέσω πως μπάσκετ αλάνας παίζουν και οι Ντόνσιτς, Ντράγκιτς, Πορζίνγκις και Μπελινέλλι φερ’ ειπείν; Ας μην αναφέρουμε παίχτες που παίζουν «μπάσκετ αλάνας» στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Αλλά ξέχασα. Όταν εμείς εφαρμόζαμε συστήματα και παίζαμε άμυνες, τα αμερικανάκια ήταν ακόμα στα δέντρα (κι όμως, το διάβασα κι αυτό το σχόλιο! Απίστευτο κι όμως ελληνικό. Μέγα λάθος μου που δεν το έκανα print screen για να το παραθέσω και να δείτε όλοι μέχρι ποια κορυφή του Έβερεστ μπορεί να φτάσει η φαντασία του νεοέλληνα).
Και τώρα τι;
Τώρα τίποτα. Ανασκουμπωνόμαστε και πάμε για την επόμενη διοργάνωση. Και ελπίζω να το κάνουμε με πιο επιθετικό πνεύμα και με εντελώς διαφορετική μπασκετική φιλοσοφία. Και βεβαίως με ένα καινούριο, φρέσκο ρόστερ. Με έναν προπονητή χωρίς ιδεοληψίες και με μια ανανεωμένη Ομοσπονδία. Και με έναν λαό λιγότερο αμετροεπή (λέμε τώρα).
Υ.γ.1 Όποιος αγαπάει το μπάσκετ, αγαπάει την Σλοβενία. Νόμος.
Υ.γ.2 Την φράση, «τις πταίει», χρησιμοποίησε ως τίτλο άρθρου του ο Χαρίλαος Τρικούπης το 1874, θέλοντας να στηλιτεύσει τα ανάκτορα για τις παρεμβάσεις τους στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Υ.γ.3 Η αποκάλυψη του φετινού Παναθηναϊκού θα είναι ο Θανάσης. Ριψοκίνδυνη πρόβλεψη μεν, αλλά το πιστεύω απόλυτα. Εδώ θα είμαστε (Θεού θέλοντος κι ελεύθερου χρόνου επιτρέποντος) και θα τα λέμε.
Με το χέρι στην καρδιά κι εντελώς αντικειμενικά: Από ποια ομάδα της οχτάδας παίξαμε καλύτερο μπάσκετ; Ό,τι μπορούσαμε κάναμε. Με τα πάνω μας και τα κάτω μας, φτάσαμε στην κορυφή των δυνατοτήτων μας. Κι οι δυνατότητές μας μέχρι εκεί ήταν. «End of game» που θα έγραφε κι ο Σάμιουελ Μπέκετ. Δυστυχώς υπάρχει μέσα στην κουλτούρα μας την αθλητική, η ψυχολογία του «Βαστάτε παλληκάρια», του «Μολών Λαβέ» και του «This is Sparta». Στις ακαδημίες των ομάδων τα παιδάκια αντί να μαθαίνουν να ντριμπλάρουν και να σουτάρουν, μαθαίνουν… συστήματα κυρίες και κύριοι. Μείναμε στο μπάσκετ του Μάλκοβιτς, που εμφανίστηκε, μεσουράνησε και ξεπεράστηκε μέσα σε 5 χρόνια όλα κι όλα. Όσα παιχνίδια κερδίσαμε, το κάναμε λόγω της επίθεσής μας. Όταν ο Καλάθης κι ο Σλούκας, χωρίς φόβο κι ενδοιασμούς, επιχειρούσαν σουτ και μπασίματα. Όποτε αρχίζαμε τις επιθέσεις των 24 δευτερολέπτων και το μπάσκετ του «κυρ’ ελέησον», οι αντίπαλοι μας έφταναν και μας προσπερνούσαν εν ριπή οφθαλμού. Έναν καθαρά επιθετικογενή παίχτη έβγαλε τα τελευταία χρόνια το ελληνικό μπάσκετ, τον Παππά (δεν υπολογίζω τον Σπανούλη) και οι «ειδικοί» μιλάνε για μπάσκετ αλάνας. Να υποθέσω πως μπάσκετ αλάνας παίζουν και οι Ντόνσιτς, Ντράγκιτς, Πορζίνγκις και Μπελινέλλι φερ’ ειπείν; Ας μην αναφέρουμε παίχτες που παίζουν «μπάσκετ αλάνας» στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Αλλά ξέχασα. Όταν εμείς εφαρμόζαμε συστήματα και παίζαμε άμυνες, τα αμερικανάκια ήταν ακόμα στα δέντρα (κι όμως, το διάβασα κι αυτό το σχόλιο! Απίστευτο κι όμως ελληνικό. Μέγα λάθος μου που δεν το έκανα print screen για να το παραθέσω και να δείτε όλοι μέχρι ποια κορυφή του Έβερεστ μπορεί να φτάσει η φαντασία του νεοέλληνα).
Και τώρα τι;
Τώρα τίποτα. Ανασκουμπωνόμαστε και πάμε για την επόμενη διοργάνωση. Και ελπίζω να το κάνουμε με πιο επιθετικό πνεύμα και με εντελώς διαφορετική μπασκετική φιλοσοφία. Και βεβαίως με ένα καινούριο, φρέσκο ρόστερ. Με έναν προπονητή χωρίς ιδεοληψίες και με μια ανανεωμένη Ομοσπονδία. Και με έναν λαό λιγότερο αμετροεπή (λέμε τώρα).
Υ.γ.1 Όποιος αγαπάει το μπάσκετ, αγαπάει την Σλοβενία. Νόμος.
Υ.γ.2 Την φράση, «τις πταίει», χρησιμοποίησε ως τίτλο άρθρου του ο Χαρίλαος Τρικούπης το 1874, θέλοντας να στηλιτεύσει τα ανάκτορα για τις παρεμβάσεις τους στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Υ.γ.3 Η αποκάλυψη του φετινού Παναθηναϊκού θα είναι ο Θανάσης. Ριψοκίνδυνη πρόβλεψη μεν, αλλά το πιστεύω απόλυτα. Εδώ θα είμαστε (Θεού θέλοντος κι ελεύθερου χρόνου επιτρέποντος) και θα τα λέμε.
COMMENTS